σουλουπωμα

σουλουπωμα
düzenleme, biçim verme

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σουλούπωμα — το επιδιόρθωση, το να δώσει κανείς σχήμα σε κάτι: Αυτό το σακάκι με λίγο σουλούπωμα θα γίνει πολύ καλό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουλούπωμα — το, Ν [σουλουπώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σουλουπώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”